Ο Αργύρης: ο κόσμος της, το φως της, η ανάσα της. Όλα αυτά, τώρα έπαιρναν άλλη μορφή στο μυαλό της: τώρα ήταν ο φονιάς του αδελφού της.
Ποια εικόνα θα έμενε τελικά στη συνείδηση της; Αυτή που είχε μέχρι τώρα για τον Αργύρη, ή αυτή που πρόβαλε με σπαρακτικό και δραματικό τρόπο; η εικόνα του εχθρού, του κακού, εκείνου που αφαίρεσε ανθρώπινη ζωή.
Κι αν η αδελφική αγάπη υπερισχύσει και αποβάλλει απ’ την ψυχή της τον αγαπημένο της; Θα μπορούσε άραγε κάποτε να τον συγχωρήσει;
Να βγάλει δηλαδή από μέσα της όλα τα θλιβερά συναισθήματα για εκείνον, να μείνει ουδέτερη απέναντι σ’ αυτό που γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα στην ψυχή της για τον Αργύρη. Να παραμείνει αν το μπορούσε, αδιάφορη απέναντι σ’ αυτή την ιστορία.
Να μη θυμάται. Πόσο εύκολο ήταν να γίνει αυτό; Να ξεχάσει!
Οι μνήμες έρχονται στο μυαλό αδυσώπητες, με την παραμικρή αφορμή. Μας τυραννούν ή μας χαροποιούν και μετά χάνονται, ξαναγυρίζουν στη θέση τους, μέχρι το επόμενο αθέλητο κάλεσμα, που μας συγκλονίζουν, μας κάνουν να ριγούμε και μετά ικανοποιημένες αποσύρονται. Σ’ έναν αέναο κύκλο από την ηρεμία στην αναστάτωση. …
Άλλοτε, πάλι, προσπαθούσε να μπει στη θέση του Αργύρη και να κατανοήσει τους λόγους που τον έσπρωξαν να κάνει αυτή την ανήκουστη, για το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του, πράξη. Κατέληγε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι τελικά τον ήξερε λίγο, ή και καθόλου.
Το ελάχιστο ελαφρυντικό που του έδινε, όταν η λογική κυριαρχούσε μέσα της, ήταν οι άγνωστες περιπέτειές του στη Μικρά Ασία και η επίδρασή τους στη συμπεριφορά του, σε βαθμό που να μετάλλαξαν την ψυχή του. Μόνο αν μπορούσε να γίνει ο εξομολογητής του θα γαλήνευε η ψυχή της.
Γιατί τότε θα άκουγε τα φοβερά που έζησε στον πόλεμο και στο άγριο κυνηγητό και ίσως διέκρινε κάποια «ελαφρυντικά» που θα την οδηγούσαν να τον συγχωρήσει.